καλαμαίος

καλαμαίος
καλαμαῑος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι τού σιταριού
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία
είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον
μικρό τζιτζίκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καλαμαῑα
εορτή τής Δήμητρας και τής Περσεφόνης στην Ελευσίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + -αῖος (πρβλ. δαφν-αίος, λογχ-αίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλαμαία — καλαμαίᾱ , καλαμαία of fem nom/voc/acc dual καλαμαίᾱ , καλαμαία of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱ , καλαμαῖος of fem nom/voc/acc dual καλαμαίᾱ , καλαμαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλαμαιών — καλαμαιών, ὁ (Α) [καλαμαίος] επιγρ. ονομασία ενὸς μήνα στη Μίλητο, στην Ολβία και στην Κύζικο …   Dictionary of Greek

  • καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη …   Dictionary of Greek

  • καλαμαίαν — καλαμαίᾱν , καλαμαία of fem acc sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱν , καλαμαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμαίου — καλαμαῖον of neut gen sg καλαμαῖος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμαίᾳ — καλαμαίᾱͅ , καλαμαία of fem dat sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱͅ , καλαμαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”